Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ ἐσκιαγραφημένα

См. также в других словарях:

  • ἐσκιαγραφημένα — ἐσκιᾱγραφημένα , σκιαγραφέω paint with the shadows perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκιᾱγραφημένᾱ , σκιαγραφέω paint with the shadows perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκιᾱγραφημένᾱ , σκιαγραφέω paint with the shadows perf part mp fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφώ — σκιαγραφῶ, έω, ΝΑ, και σκιογραφῶ Α [σκιαγράφος] 1. εικονίζω κάποιον ή κάτι με φωτοσκιάσεις ή με τις κυριότερες γραμμές του, σκαριφώ, σκιτσάρω («τὰ πόρρωθεν... φαινόμενα... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα», Πλάτ.) 2. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»